Translation meaning & definition of the word "cascade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταρράκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cascade
[Καταρράκτησ]/kæsked/
noun
1. A small waterfall or series of small waterfalls
- synonym:
- cascade
1. Ένας μικρός καταρράκτης ή μια σειρά από μικρούς καταρράκτες
- συνώνυμο:
- καταρράκτησ
2. A succession of stages or operations or processes or units
- "Progressing in severity as though a cascade of genetic damage was occurring"
- "Separation of isotopes by a cascade of processes"
- synonym:
- cascade
2. Μια διαδοχή σταδίων ή λειτουργιών ή διαδικασιών ή μονάδων
- "Προοδεύοντας σε σοβαρότητα σαν να συνέβαινε ένας καταρράκτης γενετικής βλάβης"
- "Διαχωρισμός ισοτόπων από έναν καταρράκτη διεργασιών"
- συνώνυμο:
- καταρράκτησ
3. A sudden downpour (as of tears or sparks etc) likened to a rain shower
- "A little shower of rose petals"
- "A sudden cascade of sparks"
- synonym:
- shower ,
- cascade
3. Μια ξαφνική κατάβαση (α των δακρύων ή σπινθήρων κλπ) παρομοίασε με ένα ντους ψιλής βροχής
- "Ένα μικρό ντους από ροδοπέταλα"
- "Ένας ξαφνικός καταρράκτης των σπινθήρων"
- συνώνυμο:
- ντους ,
- καταρράκτησ
verb
1. Rush down in big quantities, like a cascade
- synonym:
- cascade ,
- cascade down
1. Βιαστείτε σε μεγάλες ποσότητες, σαν καταρράκτης
- συνώνυμο:
- καταρράκτησ ,
- καταρρέω
2. Arrange (open windows) on a computer desktop so that they overlap each other, with the title bars visible
- synonym:
- cascade
2. Τακτοποιήστε παράθυρα ( σε μια επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή έτσι ώστε να επικαλύπτονται μεταξύ τους, με τις γραμμές τίτλου
- συνώνυμο:
- καταρράκτησ