Translation meaning & definition of the word "carving" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλυπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carving
[Χαράξεισ]/kɑrvɪŋ/
noun
1. A sculpture created by removing material (as wood or ivory or stone) in order to create a desired shape
- synonym:
- carving
1. Ένα γλυπτό που δημιουργήθηκε με την αφαίρεση του υλικού (α ξύλο ή ελεφαντόδοντο ή πέτρα) για να δημιουργήσει ένα επιθυμητό σχήμα
- συνώνυμο:
- χάραξη
2. Removing parts from hard material to create a desired pattern or shape
- synonym:
- carving ,
- cutting
2. Αφαίρεση μερών από σκληρό υλικό για να δημιουργήσετε ένα επιθυμητό μοτίβο ή σχήμα
- συνώνυμο:
- χάραξη ,
- κοπή
3. Creating figures or designs in three dimensions
- synonym:
- sculpture ,
- carving
3. Δημιουργία φιγούρων ή σχεδίων σε τρεις διαστάσεις
- συνώνυμο:
- γλυπτική ,
- χάραξη