Translation meaning & definition of the word "carve" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαραβαίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carve
[Καλλιεργεί]/kɑrv/
verb
1. Form by carving
- "Carve a flower from the ice"
- synonym:
- carve
1. Μορφή με σκάλισμα
- "Φτιάξε ένα λουλούδι από τον πάγο"
- συνώνυμο:
- χαράξει
2. Engrave or cut by chipping away at a surface
- "Carve one's name into the bark"
- synonym:
- carve ,
- chip at
2. Χαράζουμε ή κόβουμε με το τσίμπημα μακριά σε μια επιφάνεια
- "Χαράξτε το όνομα κάποιου στο φλοιό"
- συνώνυμο:
- χαράξει ,
- τσιπ στο
3. Cut to pieces
- "Father carved the ham"
- synonym:
- carve ,
- cut up
3. Κόβω σε κομμάτια
- "Πατέρας σκαλισμένο το ζαμπόν"
- συνώνυμο:
- χαράξει ,
- κόβω