Translation meaning & definition of the word "cartridge" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "φυσίγγιο" στην ελληνική γλώσσα
Cartridge
[Φυσίγγιο]noun
1. Ammunition consisting of a cylindrical casing containing an explosive charge and a bullet
- Fired from a rifle or handgun
- synonym:
- cartridge
1. Πυρομαχικά που αποτελούνται από κυλινδρικό περίβλημα που περιέχει εκρηκτική γόμωση και σφαίρα
- Πυροβολήθηκε από τουφέκι ή πιστόλι
- συνώνυμο:
- κασέτα
2. A light-tight supply chamber holding the film and supplying it for exposure as required
- synonym:
- magazine ,
- cartridge
2. Ένας ελαφρύς-στεγανός θάλαμος τροφοδοσίας που κρατά το φιλμ και που το τροφοδοτεί για την έκθεση όπως απαιτείται
- συνώνυμο:
- περιοδικό ,
- κασέτα
3. A module designed to be inserted into a larger piece of equipment
- "He loaded a cartridge of fresh tape into the tape deck"
- synonym:
- cartridge
3. Μια μονάδα σχεδιασμένη να εισάγεται σε μεγαλύτερο κομμάτι εξοπλισμού
- "Φόρτωσε ένα φυσίγγιο φρέσκιας ταινίας στο κασετόφωνο"
- συνώνυμο:
- κασέτα
4. An electro-acoustic transducer that is the part of the arm of a record player that holds the needle and that is removable
- synonym:
- cartridge ,
- pickup
4. Ένας ηλεκτροακουστικός μορφοτροπέας που είναι το μέρος του βραχίονα ενός πικάπ που κρατά τη βελόνα και που είναι αφαιρούμενο
- συνώνυμο:
- κασέτα ,
- παραλαβή