Translation meaning & definition of the word "cartoonist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρτουνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cartoonist
[Καρτουνίστασ]/kɑrtunəst/
noun
1. A person who draws cartoons
- synonym:
- cartoonist
1. Ένα άτομο που αντλεί κινούμενα σχέδια
- συνώνυμο:
- σκιτσογράφοσ
Examples of using
I'm a cartoonist.
Είμαι γελοιογράφος.
I'm a cartoonist.
Είμαι γελοιογράφος.
I'm a cartoonist.
Είμαι γελοιογράφος.