Translation meaning & definition of the word "cartoon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρτούν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cartoon
[Κινούμενα σχέδια]/kɑrtun/
noun
1. A humorous or satirical drawing published in a newspaper or magazine
- synonym:
- cartoon ,
- sketch
1. Ένα χιουμοριστικό ή σατιρικό σχέδιο που δημοσιεύεται σε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό
- συνώνυμο:
- κινούμενα σχέδια ,
- σκίτσο
2. A film made by photographing a series of cartoon drawings to give the illusion of movement when projected in rapid sequence
- synonym:
- cartoon ,
- animated cartoon ,
- toon
2. Μια ταινία φωτογραφίζει μια σειρά από σχέδια κινουμένων σχεδίων για να δώσει την ψευδαίσθηση της κίνησης όταν προβάλλεται σε γρήγορη ακολουθία
- συνώνυμο:
- κινούμενα σχέδια ,
- τόνον
verb
1. Draw cartoons of
- synonym:
- cartoon
1. Σχεδιάστε κινούμενα σχέδια
- συνώνυμο:
- κινούμενα σχέδια