Translation meaning & definition of the word "carter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carter
[Κάρτερ]/kɑrtər/
noun
1. Englishman and egyptologist who in 1922 discovered and excavated the tomb of tutankhamen (1873-1939)
- synonym:
- Carter ,
- Howard Carter
1. Άγγλος και αιγυπτιολόγος που το 1922 ανακάλυψε και ανασκάφηκε ο τάφος του τουταγχαμών (1873-1939)
- συνώνυμο:
- Κάρτερ ,
- Χάουαρντ Κάρτερ
2. 39th president of the united states (1924-)
- synonym:
- Carter ,
- Jimmy Carter ,
- James Earl Carter ,
- James Earl Carter Jr. ,
- President Carter
2. 39ος πρόεδρος των ηνωμένων πολιτειών (1924-)
- συνώνυμο:
- Κάρτερ ,
- Τζίμι Κάρτερ ,
- Τζέιμς Ερλ Κάρτερ ,
- Τζέιμς Ερλ Κάρτερ Τζούνιορ. ,
- Πρόεδρος Κάρτερ
3. Someone whose work is driving carts
- synonym:
- carter
3. Κάποιος του οποίου η δουλειά οδηγεί καροτσάκια
- συνώνυμο:
- καρτέλ