Translation meaning & definition of the word "cartel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρτέλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cartel
[Καρτέλ]/kɑrtɛl/
noun
1. A consortium of independent organizations formed to limit competition by controlling the production and distribution of a product or service
- "They set up the trust in the hope of gaining a monopoly"
- synonym:
- trust ,
- corporate trust ,
- combine ,
- cartel
1. Μια κοινοπραξία ανεξάρτητων οργανισμών που σχηματίστηκε για να περιορίσει τον ανταγωνισμό ελέγχοντας την παραγωγή και διανομή ενός προϊόντος
- "Εγκαθίδρυσαν την εμπιστοσύνη στην ελπίδα να αποκτήσουν μονοπώλιο"
- συνώνυμο:
- εμπιστοσύνη ,
- εταιρική εμπιστοσύνη ,
- συνδυάζω ,
- καρτέλ