Translation meaning & definition of the word "carte" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάρτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carte
[Κάρτε]/kɑrt/
noun
1. A list of dishes available at a restaurant
- "The menu was in french"
- synonym:
- menu ,
- bill of fare ,
- card ,
- carte du jour ,
- carte
1. Μια λίστα με πιάτα που διατίθενται σε ένα εστιατόριο
- "Το μενού ήταν στα γαλλικά"
- συνώνυμο:
- μενού ,
- ναύλος ,
- κάρτα ,
- κάρτε της εποχής ,
- κάρτε