Translation meaning & definition of the word "carry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφορά" στην ελληνική γλώσσα
Carry
[Μεταφέρω]noun
1. The act of carrying something
- synonym:
- carry
1. Η πράξη της μεταφοράς κάτι
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
verb
1. Move while supporting, either in a vehicle or in one's hands or on one's body
- "You must carry your camping gear"
- "Carry the suitcases to the car"
- "This train is carrying nuclear waste"
- "These pipes carry waste water into the river"
- synonym:
- transport ,
- carry
1. Κινηθείτε υποστηρίζοντας, είτε σε ένα όχημα είτε στα χέρια κάποιου ή στο σώμα του
- "Πρέπει να φέρετε τον εξοπλισμό κατασκήνωσης"
- "Μεταφέρετε τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο"
- "Το τρένο μεταφέρει πυρηνικά απόβλητα"
- "Αυτοί οι σωλήνες μεταφέρουν τα λύματα στο ποτάμι"
- συνώνυμο:
- μεταφορές ,
- μεταφέρω
2. Have with oneself
- Have on one's person
- "She always takes an umbrella"
- "I always carry money"
- "She packs a gun when she goes into the mountains"
- synonym:
- carry ,
- pack ,
- take
2. Έχω με τον εαυτό μου
- Έχετε στο άτομο κάποιου
- "Πάντα παίρνει ομπρέλα"
- "Πάντα κουβαλάω χρήματα"
- "Συσκευάζει ένα όπλο όταν πηγαίνει στα βουνά"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω ,
- πακέτο ,
- παίρνω
3. Transmit or serve as the medium for transmission
- "Sound carries well over water"
- "The airwaves carry the sound"
- "Many metals conduct heat"
- synonym:
- impart ,
- conduct ,
- transmit ,
- convey ,
- carry ,
- channel
3. Μεταδώστε ή χρησιμεύστε ως μέσο για τη μετάδοση
- "Ο ήχος μεταφέρει πολύ καλά πάνω από το νερό"
- "Τα κύματα αέρα φέρουν τον ήχο"
- "Πολλά μέταλλα παράγουν θερμότητα"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- διεξάγω ,
- μεταφέρω ,
- κανάλι
4. Serve as a means for expressing something
- "The painting of mary carries motherly love"
- "His voice carried a lot of anger"
- synonym:
- carry ,
- convey ,
- express
4. Να λειτουργεί ως μέσο έκφρασης κάτι
- "Ο πίνακας της μαρίας φέρνει μητρική αγάπη"
- "Η φωνή του έφερε πολύ θυμό"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω ,
- εκφράζω
5. Bear or be able to bear the weight, pressure,or responsibility of
- "His efforts carried the entire project"
- "How many credits is this student carrying?"
- "We carry a very large mortgage"
- synonym:
- carry
5. Να φέρει ή να είναι σε θέση να αντέξει το βάρος, την πίεση, ή την ευθύνη του
- "Οι προσπάθειές του περιελάμβαναν ολόκληρο το έργο"
- "Πόσες πιστώσεις μεταφέρει αυτός ο μαθητής?"
- "Φέρουμε μια πολύ μεγάλη υποθήκη"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
6. Support or hold in a certain manner
- "She holds her head high"
- "He carried himself upright"
- synonym:
- hold ,
- carry ,
- bear
6. Υποστήριξη ή διατήρηση με έναν ορισμένο τρόπο
- "Κρατάει το κεφάλι ψηλά"
- "Κατείχε τον εαυτό του όρθιο"
- συνώνυμο:
- κρατώ ,
- μεταφέρω ,
- αρκούδα
7. Contain or hold
- Have within
- "The jar carries wine"
- "The canteen holds fresh water"
- "This can contains water"
- synonym:
- hold ,
- bear ,
- carry ,
- contain
7. Περιέχει ή κρατά
- Έχω μέσα μου
- "Το βάζο μεταφέρει κρασί"
- "Η καντίνα κρατάει γλυκό νερό"
- "Αυτό μπορεί να περιέχει νερό"
- συνώνυμο:
- κρατώ ,
- αρκούδα ,
- μεταφέρω ,
- περιέχω
8. Extend to a certain degree
- "Carry too far"
- "She carries her ideas to the extreme"
- synonym:
- carry
8. Επεκτείνεται σε κάποιο βαθμό
- "Μεταφέρετε πολύ μακριά"
- "Μεταφέρει τις ιδέες της στα άκρα"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
9. Continue or extend
- "The civil war carried into the neighboring province"
- "The disease extended into the remote mountain provinces"
- synonym:
- carry ,
- extend
9. Συνέχιση ή επέκταση
- "Ο εμφύλιος πόλεμος μεταφέρθηκε στη γειτονική επαρχία"
- "Η ασθένεια επεκτάθηκε στις απομακρυσμένες ορεινές επαρχίες"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω ,
- επεκτείνω
10. Be necessarily associated with or result in or involve
- "This crime carries a penalty of five years in prison"
- synonym:
- carry
10. Να συνδέεται απαραίτητα με ή να οδηγεί ή να συμμετέχει
- "Αυτό το έγκλημα φέρει ποινή πέντε ετών στη φυλακή"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
11. Win in an election
- "The senator carried his home state"
- synonym:
- carry
11. Κερδίστε σε εκλογές
- "Ο γερουσιαστής έφερε την πατρίδα του"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
12. Include, as on a list
- "How many people are carried on the payroll?"
- synonym:
- carry
12. Περιλαμβάνει, όπως σε μια λίστα
- "Πόσοι άνθρωποι μεταφέρονται στη μισθοδοσία?"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
13. Behave in a certain manner
- "She carried herself well"
- "He bore himself with dignity"
- "They conducted themselves well during these difficult times"
- synonym:
- behave ,
- acquit ,
- bear ,
- deport ,
- conduct ,
- comport ,
- carry
13. Συμπεριφερθείτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Έφερε τον εαυτό της καλά"
- "Βαρέθηκε με αξιοπρέπεια"
- "Διευθύνθηκαν καλά σε αυτές τις δύσκολες στιγμές"
- συνώνυμο:
- συμπεριφέρομαι ,
- αθωώνω ,
- αρκούδα ,
- απέλαση ,
- διεξάγω ,
- συμπληρώνω ,
- μεταφέρω
14. Have on hand
- "Do you carry kerosene heaters?"
- synonym:
- stock ,
- carry ,
- stockpile
14. Έχω στο χέρι
- "Μεταφέρετε θερμαντήρες κηροζίνης?"
- συνώνυμο:
- απόθεμα ,
- μεταφέρω ,
- αποθήκη
15. Include as the content
- Broadcast or publicize
- "We ran the ad three times"
- "This paper carries a restaurant review"
- "All major networks carried the press conference"
- synonym:
- carry ,
- run
15. Περιλαμβάνει ως περιεχόμενο
- Μετάδοση ή δημοσιοποίηση
- "Κάναμε τη διαφήμιση τρεις φορές"
- "Αυτό το έγγραφο φέρει μια κριτική εστιατορίου"
- "Όλα τα μεγάλα δίκτυα μετέφεραν τη συνέντευξη τύπου"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω ,
- τρέχω
16. Propel, "carry the ball"
- "Dribble the ball"
- synonym:
- dribble ,
- carry
16. Πρόπελ, "φτιάξε την μπάλα"
- "Ντρίμπλα την μπάλα"
- συνώνυμο:
- ντρίμπλε ,
- μεταφέρω
17. Pass on a communication
- "The news was carried to every village in the province"
- synonym:
- carry
17. Περνάω σε μια επικοινωνία
- "Η είδηση μεταφέρθηκε σε κάθε χωριό της επαρχίας"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
18. Have as an inherent or characteristic feature or have as a consequence
- "This new washer carries a two year guarantee"
- "The loan carries a high interest rate"
- "This undertaking carries many dangers"
- "She carries her mother's genes"
- "These bonds carry warrants"
- "The restaurant carries an unusual name"
- synonym:
- carry
18. Έχετε ως εγγενές ή χαρακτηριστικό χαρακτηριστικό ή έχετε ως συνέπεια
- "Αυτό το νέο πλυντήριο φέρει εγγύηση δύο ετών"
- "Το δάνειο φέρει υψηλό επιτόκιο"
- "Αυτή η επιχείρηση φέρει πολλούς κινδύνους"
- "Μεταφέρει τα γονίδια της μητέρας της"
- "Αυτά τα ομόλογα φέρουν εντάλματα"
- "Το εστιατόριο φέρει ένα ασυνήθιστο όνομα"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
19. Be conveyed over a certain distance
- "Her voice carries very well in this big opera house"
- synonym:
- carry
19. Να μεταφερθεί σε μια ορισμένη απόσταση
- "Η φωνή της φέρνει πολύ καλά σε αυτή τη μεγάλη όπερα"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
20. Keep up with financial support
- "The federal government carried the province for many years"
- synonym:
- carry
20. Συνεχίστε με την οικονομική στήριξη
- "Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μετέφερε την επαρχία για πολλά χρόνια"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
21. Have or possess something abstract
- "I carry her image in my mind's eye"
- "I will carry the secret to my grave"
- "I carry these thoughts in the back of my head"
- "I carry a lot of life insurance"
- synonym:
- carry
21. Να έχετε ή να έχετε κάτι αφηρημένο
- "Φέρνω την εικόνα της στο μάτι του μυαλού μου"
- "Θα φέρω το μυστικό στον τάφο μου"
- "Φέρνω αυτές τις σκέψεις στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου"
- "Έχω πολλές ασφάλειες ζωής"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
22. Be equipped with (a mast or sail)
- "This boat can only carry a small sail"
- synonym:
- carry
22. Είναι εξοπλισμένο με ιστό (α ή ιστιοπλοϊκό)
- "Αυτό το σκάφος μπορεί να μεταφέρει μόνο ένα μικρό πανί"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
23. Win approval or support for
- "Carry all before one"
- "His speech did not sway the voters"
- synonym:
- carry ,
- persuade ,
- sway
23. Κερδίστε έγκριση ή υποστήριξη για
- "Φέρτε τα όλα πριν από ένα"
- "Η ομιλία του δεν επηρέασε τους ψηφοφόρους"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω ,
- πείθω ,
- επηρεάζω
24. Compensate for a weaker partner or member by one's own performance
- "I resent having to carry her all the time"
- synonym:
- carry
24. Αντισταθμίστε έναν ασθενέστερο συνεργάτη ή μέλος από την απόδοσή του
- "Δυσανασχετώ που πρέπει να την μεταφέρω όλη την ώρα"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
25. Take further or advance
- "Carry a cause"
- synonym:
- carry
25. Πάρτε περαιτέρω ή προχωρήστε
- "Φέρε μια αιτία"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
26. Have on the surface or on the skin
- "Carry scars"
- synonym:
- carry
26. Να έχει στην επιφάνεια ή στο δέρμα
- "Μεταφέρει ουλές"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
27. Capture after a fight
- "The troops carried the town after a brief fight"
- synonym:
- carry
27. Αιχμαλωσία μετά από έναν αγώνα
- "Τα στρατεύματα μετέφεραν την πόλη μετά από ένα σύντομο αγώνα"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
28. Transfer (entries) from one account book to another
- synonym:
- post ,
- carry
28. Μεταφορά (εντριεσι) από ένα βιβλίο λογαριασμού σε άλλο
- συνώνυμο:
- δημοσιεύω ,
- μεταφέρω
29. Transfer (a number, cipher, or remainder) to the next column or unit's place before or after, in addition or multiplication
- "Put down 5 and carry 2"
- synonym:
- carry
29. Μεταφορά αριθμού (α, κρυπτογράφησης ή υπόλοιπου) στην επόμενη στήλη ή μονάδα πριν ή μετά, επιπλέον ή πολλαπλασιασμού
- "Βάλτε κάτω 5 και μεταφέρετε 2"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
30. Pursue a line of scent or be a bearer
- "The dog was taught to fetch and carry"
- synonym:
- carry
30. Ακολουθήστε μια γραμμή μυρωδιάς ή να είστε κομιστής
- "Ο σκύλος διδάχθηκε να φέρει και να μεταφέρει"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
31. Bear (a crop)
- "This land does not carry olives"
- synonym:
- carry
31. Αρκούδα (α σοδ)
- "Αυτή η γη δεν μεταφέρει ελιές"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
32. Propel or give impetus to
- "The sudden gust of air propelled the ball to the other side of the fence"
- synonym:
- carry
32. Προωθήστε ή δώστε ώθηση σε
- "Η ξαφνική ριπή του αέρα ώθησε την μπάλα στην άλλη πλευρά του φράχτη"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
33. Drink alcohol without showing ill effects
- "He can hold his liquor"
- "He had drunk more than he could carry"
- synonym:
- carry ,
- hold
33. Πίνετε αλκοόλ χωρίς να παρουσιάζετε αρνητικές επιπτώσεις
- "Μπορεί να κρατήσει το λικέρ του"
- "Είχε μεθύσει περισσότερο από όσο μπορούσε να κουβαλήσει"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω ,
- κρατώ
34. Be able to feed
- "This land will carry ten cows to the acre"
- synonym:
- carry
34. Να μπορεί να ταΐζει
- "Αυτή η γη θα μεταφέρει δέκα αγελάδες στο στρέμμα"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
35. Have a certain range
- "This rifle carries for 3,000 feet"
- synonym:
- carry
35. Έχω ένα συγκεκριμένο εύρος
- "Αυτό το τουφέκι μεταφέρει για 3.000 πόδια"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
36. Cover a certain distance or advance beyond
- "The drive carried to the green"
- synonym:
- carry
36. Καλύψτε μια ορισμένη απόσταση ή προχωρήστε πέρα
- "Η κίνηση μεταφέρθηκε στο πράσινο"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
37. Secure the passage or adoption (of bills and motions)
- "The motion carried easily"
- synonym:
- carry
37. Ασφαλίστε το πέρασμα ή την υιοθεσία (των λογαριασμών και των κινήσεων)
- "Η κίνηση μεταφέρθηκε εύκολα"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
38. Be successful in
- "She lost the game but carried the match"
- synonym:
- carry
38. Επιτυγχάνω
- "Έχασε το παιχνίδι, αλλά πήρε τον αγώνα"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
39. Sing or play against other voices or parts
- "He cannot carry a tune"
- synonym:
- carry
39. Τραγουδήστε ή παίξτε ενάντια σε άλλες φωνές ή μέρη
- "Δεν μπορεί να κουβαλήσει μελωδία"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω
40. Be pregnant with
- "She is bearing his child"
- "The are expecting another child in january"
- "I am carrying his child"
- synonym:
- have a bun in the oven ,
- bear ,
- carry ,
- gestate ,
- expect
40. Είμαι έγκυος
- "Αυτή κουβαλάει το παιδί του"
- "Περιμένουν άλλο ένα παιδί τον ιανουάριο"
- "Μεταφέρω το παιδί του"
- συνώνυμο:
- έχω ένα κουλούρι στο φούρνο ,
- αρκούδα ,
- μεταφέρω ,
- κυοφορώ ,
- περιμένω