Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "carrier" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφορέας" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Carrier

[Μεταφορέασ]
/kæriər/

noun

1. Someone whose employment involves carrying something

  • "The bonds were transmitted by carrier"
    synonym:
  • carrier
  • ,
  • bearer
  • ,
  • toter

1. Κάποιος του οποίου η απασχόληση περιλαμβάνει τη μεταφορά κάτι

  • "Τα ομόλογα μεταδόθηκαν από τον μεταφορέα"
    συνώνυμο:
  • μεταφορέας
  • ,
  • περπατών
  • ,
  • τότερ

2. A self-propelled wheeled vehicle designed specifically to carry something

  • "Refrigerated carriers have revolutionized the grocery business"
    synonym:
  • carrier

2. Ένα αυτοκινούμενο τροχοφόρο όχημα σχεδιασμένο ειδικά για να μεταφέρει κάτι

  • "Οι ψυκτικοί μεταφορείς έχουν φέρει επανάσταση στην επιχείρηση παντοπωλείων"
    συνώνυμο:
  • μεταφορέας

3. A large warship that carries planes and has a long flat deck for takeoffs and landings

    synonym:
  • aircraft carrier
  • ,
  • carrier
  • ,
  • flattop
  • ,
  • attack aircraft carrier

3. Ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο που μεταφέρει αεροπλάνα και έχει ένα μακρύ επίπεδο κατάστρωμα για απογειώσεις και προσγειώσεις

    συνώνυμο:
  • αεροπλανοφόρο
  • ,
  • μεταφορέας
  • ,
  • πλατύφυλλο
  • ,
  • επίθεση αεροπλανοφόρου

4. An inactive substance that is a vehicle for a radioactive tracer of the same substance and that assists in its recovery after some chemical reaction

    synonym:
  • carrier

4. Μια ανενεργή ουσία που είναι ένα όχημα για ένα ραδιενεργό ιχνηθέτη της ίδιας ουσίας και βοηθά στην ανάκτησή της μετά από κάποια χημική α

    συνώνυμο:
  • μεταφορέας

5. A person or firm in the business of transporting people or goods or messages

    synonym:
  • carrier
  • ,
  • common carrier

5. Πρόσωπο ή επιχείρηση στην επιχείρηση μεταφοράς ατόμων ή αγαθών ή μηνυμάτων

    συνώνυμο:
  • μεταφορέας
  • ,
  • κοινός μεταφορέας

6. A radio wave that can be modulated in order to transmit a signal

    synonym:
  • carrier wave
  • ,
  • carrier

6. Ένα ραδιοκύμα που μπορεί να ρυθμιστεί για να μεταδώσει ένα σήμα

    συνώνυμο:
  • κύμα μεταφορέα
  • ,
  • μεταφορέας

7. A man who delivers the mail

    synonym:
  • mailman
  • ,
  • postman
  • ,
  • mail carrier
  • ,
  • letter carrier
  • ,
  • carrier

7. Ένας άνθρωπος που παραδίδει το ταχυδρομείο

    συνώνυμο:
  • ταχυδρόμος
  • ,
  • φορέας ταχυδρομείου
  • ,
  • φορέας επιστολής
  • ,
  • μεταφορέας

8. A boy who delivers newspapers

    synonym:
  • carrier
  • ,
  • newsboy

8. Ένα αγόρι που παραδίδει εφημερίδες

    συνώνυμο:
  • μεταφορέας
  • ,
  • εφημεριδοπώλησ

9. (medicine) a person (or animal) who has some pathogen to which he is immune but who can pass it on to others

    synonym:
  • carrier
  • ,
  • immune carrier

9. (φάρμακο) ένα άτομο (ορ ζώο) που έχει κάποιο παθογόνο στο οποίο είναι ανοσοποιητικό, αλλά μπορεί να το μεταδώσει σε άλλους

    συνώνυμο:
  • μεταφορέας
  • ,
  • ανοσοποιητικός φορέας

10. A rack attached to a vehicle

  • For carrying luggage or skis or the like
    synonym:
  • carrier

10. Ένα ράφι που συνδέεται με ένα όχημα

  • Για τη μεταφορά αποσκευών ή σκι ή παρόμοιων
    συνώνυμο:
  • μεταφορέας

11. (genetics) an organism that possesses a recessive gene whose effect is masked by a dominant allele

  • The associated trait is not apparent but can be passed on to offspring
    synonym:
  • carrier

11. (γενετική) ένας οργανισμός που διαθέτει ένα υπολειπόμενο γονίδιο του οποίου η επίδραση καλύπτεται από ένα κυρίαρχο αλληλόμορφο

  • Το σχετικό χαρακτηριστικό δεν είναι εμφανές, αλλά μπορεί να μεταβιβαστεί σε απογόνους
    συνώνυμο:
  • μεταφορέας