Translation meaning & definition of the word "carriage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσγείωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carriage
[Μεταφορά]/kærɪʤ/
noun
1. A railcar where passengers ride
- synonym:
- passenger car ,
- coach ,
- carriage
1. Ένα τρένο όπου οι επιβάτες οδηγούν
- συνώνυμο:
- επιβατικό αυτοκίνητο ,
- προπονητής ,
- μεταφορά
2. A vehicle with wheels drawn by one or more horses
- synonym:
- carriage ,
- equipage ,
- rig
2. Ένα όχημα με τροχούς που τραβιούνται από ένα ή περισσότερα άλογα
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- εξοπλισμός ,
- εξέδρα
3. Characteristic way of bearing one's body
- "Stood with good posture"
- synonym:
- carriage ,
- bearing ,
- posture
3. Χαρακτηριστικός τρόπος να φέρει το σώμα κάποιου
- "Αντιλαμβάνεται με καλή στάση"
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- ρουλεμάν ,
- στάση
4. A machine part that carries something else
- synonym:
- carriage
4. Ένα μηχανικό μέρος που μεταφέρει κάτι άλλο
- συνώνυμο:
- μεταφορά
5. A small vehicle with four wheels in which a baby or child is pushed around
- synonym:
- baby buggy ,
- baby carriage ,
- carriage ,
- perambulator ,
- pram ,
- stroller ,
- go-cart ,
- pushchair ,
- pusher
5. Ένα μικρό όχημα με τέσσερις τροχούς στο οποίο ένα μωρό ή ένα παιδί ωθείται γύρω
- συνώνυμο:
- μωρό ,
- βρεφική άμαξα ,
- μεταφορά ,
- περιπλανώμενοσ ,
- πράμ ,
- καροτσάκι ,
- παλαιό καρτ ,
- αναπηρικό καροτσάκι ,
- πούσερ