Translation meaning & definition of the word "carpenter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρπαντέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carpenter
[Ξυλουργός]/kɑrpəntər/
noun
1. A woodworker who makes or repairs wooden objects
- synonym:
- carpenter
1. Ένας ξυλουργός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ξύλινα αντικείμενα
- συνώνυμο:
- ξυλουργός
verb
1. Work as a carpenter
- synonym:
- carpenter
1. Εργασία ως ξυλουργός
- συνώνυμο:
- ξυλουργός
Examples of using
He is a good carpenter.
Είναι καλός ξυλουργός.
I'm a poor carpenter.
Είμαι ένας φτωχός ξυλουργός.
Abraham Lincoln's father was a carpenter by trade.
Ο πατέρας του Αβραάμ Λίνκολν ήταν ξυλουργός από το εμπόριο.