Translation meaning & definition of the word "carpal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρπάλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carpal
[Καρπάλη]/kɑrpəl/
noun
1. Any of the eight small bones of the wrist of primates
- synonym:
- carpal bone ,
- carpal ,
- wrist bone
1. Οποιοδήποτε από τα οκτώ μικρά οστά του καρπού των πρωτευόντων
- συνώνυμο:
- καρπιαίο οστό ,
- καρπικόσ ,
- οστό του καρπού
adjective
1. Of or relating to the wrist
- "Carpal tunnel syndrome"
- synonym:
- carpal
1. Από ή σχετίζονται με τον καρπό
- "Σύνδρομο καρπικού σωλήνα"
- συνώνυμο:
- καρπικόσ