Translation meaning & definition of the word "carp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρπός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carp
[Καρπός]/kɑrp/
noun
1. The lean flesh of a fish that is often farmed
- Can be baked or braised
- synonym:
- carp
1. Η άπαχη σάρκα ενός ψαριού που συχνά εκτρέφεται
- Μπορεί να ψηθεί ή να πλυθεί
- συνώνυμο:
- καρπός
2. Any of various freshwater fish of the family cyprinidae
- synonym:
- carp
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ψάρια γλυκού νερού της οικογένειας κυπρινίδες
- συνώνυμο:
- καρπός
verb
1. Raise trivial objections
- synonym:
- cavil ,
- carp ,
- chicane
1. Εγείρει ασήμαντες αντιρρήσεις
- συνώνυμο:
- σπηλαιολόγοσ ,
- καρπός ,
- σικάνιο
Examples of using
The boy was gazing at a school of carp in the pond.
Το αγόρι κοίταζε ένα σχολείο κυπρίνων στη λίμνη.