Translation meaning & definition of the word "carol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρόλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carol
[Κάρολ]/kærəl/
noun
1. Joyful religious song celebrating the birth of christ
- synonym:
- carol ,
- Christmas carol
1. Χαρούμενο θρησκευτικό τραγούδι που γιορτάζει τη γέννηση του χριστού
- συνώνυμο:
- κάρολ ,
- Χριστουγεννιάτικο καρόλι
2. A joyful song (usually celebrating the birth of christ)
- synonym:
- carol
2. Ένα χαρούμενο τραγούδι (συνήθως γιορτάζει τη γέννηση του χριστ)
- συνώνυμο:
- κάρολ
verb
1. Sing carols
- "They went caroling on christmas day"
- synonym:
- carol
1. Τραγουδώ τα κάλαντα
- "Πήγαιναν να καταφύγουν την ημέρα των χριστουγέννων"
- συνώνυμο:
- κάρολ