Translation meaning & definition of the word "carnival" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρναβάλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carnival
[Καρναβάλι]/kɑrnəvəl/
noun
1. A festival marked by merrymaking and processions
- synonym:
- carnival
1. Ένα φεστιβάλ που χαρακτηρίζεται από χαρά και πομπές
- συνώνυμο:
- καρναβάλι
2. A frenetic disorganized (and often comic) disturbance suggestive of a large public entertainment
- "It was so funny it was a circus"
- "The whole occasion had a carnival atmosphere"
- synonym:
- circus ,
- carnival
2. Μια ξέφρενη αποδιοργανωμένη (και συχνά κωμική) διαταραχή που υποδηλώνει μια μεγάλη δημόσια ψυχαγωγία
- "Ήταν τόσο αστείο που ήταν ένα τσίρκο"
- "Η όλη περίσταση είχε καρναβαλίστικη ατμόσφαιρα"
- συνώνυμο:
- τσίρκο ,
- καρναβάλι
3. A traveling show
- Having sideshows and rides and games of skill etc.
- synonym:
- carnival ,
- fair ,
- funfair
3. Μια παράσταση ταξιδιού
- Έχοντας πλαϊνές αγελάδες και βόλτες και παιχνίδια δεξιοτήτων κ.λπ.
- συνώνυμο:
- καρναβάλι ,
- δίκαιος ,
- αστείο
Examples of using
I hate snow and the carnival.
Μισώ το χιόνι και το καρναβάλι.