Translation meaning & definition of the word "carnage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρνάγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carnage
[Σφαγή]/kɑrnɪʤ/
noun
1. The savage and excessive killing of many people
- synonym:
- slaughter ,
- massacre ,
- mass murder ,
- carnage ,
- butchery
1. Η άγρια και η υπερβολική δολοφονία πολλών ανθρώπων
- συνώνυμο:
- σφαγή ,
- μαζική δολοφονία ,
- μακελειό ,
- κρεοπωλείο