Translation meaning & definition of the word "carillon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρίλλον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carillon
[Κάριλον]/kɛrəlɑn/
noun
1. Set of bells hung in a bell tower
- synonym:
- carillon
1. Σετ κουδουνιών κρεμασμένα σε ένα καμπαναριό
- συνώνυμο:
- καριλόν
2. Playing a set of bells that are (usually) hung in a tower
- synonym:
- bell ringing ,
- carillon ,
- carillon playing
2. Παίζοντας ένα σύνολο κουδουνιών που είναι (συνήθως) κρεμασμένο σε έναν πύργο
- συνώνυμο:
- κουδούνι ,
- καριλόν ,
- η Κάριλον παίζει