Translation meaning & definition of the word "caretaker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κηδεμόνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caretaker
[Καριέρα]/kɛrtekər/
noun
1. A custodian who is hired to take care of something (property or a person)
- synonym:
- caretaker
1. Ένας θεματοφύλακας που προσλαμβάνεται για να αναλάβει τη φροντίδα κάτι (προτείν ή ένα πρόσωπο)
- συνώνυμο:
- επιστάτησ
2. An official who performs the duties of an office temporarily
- "He acted as a caretaker until a new president could be elected"
- synonym:
- caretaker
2. Υπάλληλος που εκτελεί προσωρινά τα καθήκοντα ενός γραφείου
- "Ενήργησε ως επιστάτης μέχρι να εκλεγεί νέος πρόεδρος"
- συνώνυμο:
- επιστάτησ