Translation meaning & definition of the word "carefree" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανέμελος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carefree
[Ανέμελος]/kɛrfri/
adjective
1. Free of trouble and worry and care
- "The carefree joys of childhood"
- "Carefree millionaires, untroubled financially"
- synonym:
- carefree ,
- unworried
1. Χωρίς προβλήματα και ανησυχία και φροντίδα
- "Οι ανέμελες χαρές της παιδικής ηλικίας"
- "Ανέμελοι εκατομμυριούχοι, ανεμπόδιστοι οικονομικά"
- συνώνυμο:
- ανέμελος ,
- ανεπιθύμητοσ
2. Cheerfully irresponsible
- "Carefree with his money"
- "Freewheeling urban youths"
- "Had a harum-scarum youth"
- synonym:
- carefree ,
- devil-may-care ,
- freewheeling ,
- happy-go-lucky ,
- harum-scarum ,
- slaphappy
2. Χαρούμενα ανεύθυνος
- "Ανέμελος με τα χρήματά του"
- "Ελεύθεροι αστικοί νέοι"
- "Είχα μια νεολαία του τσαγιού"
- συνώνυμο:
- ανέμελος ,
- φροντίδα του Διαβόλου ,
- ελεύθερο τροχοφόρο ,
- ευτυχισμένος ,
- χαρούμ ,
- σλαφάπι