Translation meaning & definition of the word "care" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φροντίδα" στην ελληνική γλώσσα
Care
[Φροντίδα]noun
1. The work of providing treatment for or attending to someone or something
- "No medical care was required"
- "The old car needs constant attention"
- synonym:
- care ,
- attention ,
- aid ,
- tending
1. Το έργο της παροχής θεραπείας ή της παρακολούθησης κάποιου ή κάτι τέτοιο
- "Δεν απαιτείται ιατρική περίθαλψη"
- "Το παλιό αυτοκίνητο χρειάζεται συνεχή προσοχή"
- συνώνυμο:
- φροντίδα ,
- προσοχή ,
- ενίσχυση ,
- τείνω
2. Judiciousness in avoiding harm or danger
- "He exercised caution in opening the door"
- "He handled the vase with care"
- synonym:
- caution ,
- precaution ,
- care ,
- forethought
2. Συνετότητα στην αποφυγή βλάβης ή κινδύνου
- "Είχε προσοχή στο άνοιγμα της πόρτας"
- "Χειρίστηκε το βάζο με προσοχή"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προφύλαξη ,
- φροντίδα ,
- προνοητική
3. An anxious feeling
- "Care had aged him"
- "They hushed it up out of fear of public reaction"
- synonym:
- concern ,
- care ,
- fear
3. Ένα ανήσυχο συναίσθημα
- "Η φροντίδα τον είχε γεράσει"
- "Το αποφλοίωσαν από το φόβο της δημόσιας αντίδρασης"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- φροντίδα ,
- φόβος
4. A cause for feeling concern
- "His major care was the illness of his wife"
- synonym:
- care
4. Αιτία ανησυχίας
- "Η κύρια φροντίδα του ήταν η ασθένεια της συζύγου του"
- συνώνυμο:
- φροντίδα
5. Attention and management implying responsibility for safety
- "He is in the care of a bodyguard"
- synonym:
- care ,
- charge ,
- tutelage ,
- guardianship
5. Προσοχή και διαχείριση που συνεπάγεται ευθύνη για την ασφάλεια
- "Είναι στη φροντίδα ενός σωματοφύλακα"
- συνώνυμο:
- φροντίδα ,
- χρέωση ,
- εκπαιδευτικό ,
- κηδεμονία
6. Activity involved in maintaining something in good working order
- "He wrote the manual on car care"
- synonym:
- care ,
- maintenance ,
- upkeep
6. Δραστηριότητα που εμπλέκεται στη διατήρηση κάτι σε καλή κατάσταση λειτουργίας
- "Έγραψε το εγχειρίδιο για τη φροντίδα του αυτοκινήτου"
- συνώνυμο:
- φροντίδα ,
- συντήρηση
verb
1. Feel concern or interest
- "I really care about my work"
- "I don't care"
- synonym:
- care
1. Νιώστε ανησυχία ή ενδιαφέρον
- "Ενδιαφέρομαι πραγματικά για τη δουλειά μου"
- "Δεν με νοιάζει"
- συνώνυμο:
- φροντίδα
2. Provide care for
- "The nurse was caring for the wounded"
- synonym:
- care ,
- give care
2. Παρέχω φροντίδα
- "Η νοσοκόμα φρόντιζε τους τραυματίες"
- συνώνυμο:
- φροντίδα ,
- φροντίζω
3. Prefer or wish to do something
- "Do you care to try this dish?"
- "Would you like to come along to the movies?"
- synonym:
- wish ,
- care ,
- like
3. Προτίμησε ή επιθυμία να κάνεις κάτι
- "Νοιάζεστε να δοκιμάσετε αυτό το πιάτο?"
- "Θα ήθελες να έρθεις στις ταινίες?"
- συνώνυμο:
- επιθυμία ,
- φροντίδα ,
- όπως
4. Be in charge of, act on, or dispose of
- "I can deal with this crew of workers"
- "This blender can't handle nuts"
- "She managed her parents' affairs after they got too old"
- synonym:
- manage ,
- deal ,
- care ,
- handle
4. Να είστε υπεύθυνοι, να ενεργείτε ή να απορρίπτετε
- "Μπορώ να ασχοληθώ με αυτό το πλήρωμα των εργαζομένων"
- "Αυτό το μπλέντερ δεν μπορεί να χειριστεί τα καρύδια"
- "Διαχειρίστηκε τις υποθέσεις των γονιών της αφού είχαν γεράσει πολύ"
- συνώνυμο:
- διαχειρίζομαι ,
- συμφωνία ,
- φροντίδα ,
- λαβή
5. Be concerned with
- "I worry about my grades"
- synonym:
- worry ,
- care
5. Ανησυχώ
- "Ανησυχώ για τους βαθμούς μου"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- φροντίδα