Translation meaning & definition of the word "cardiovascular" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρδιαγγειακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cardiovascular
[Καρδιαγγειακή]/kɑrdioʊvæskjələr/
adjective
1. Of or pertaining to or involving the heart and blood vessels
- "Cardiovascular conditioning"
- synonym:
- cardiovascular
1. Από ή που αφορούν ή περιλαμβάνουν την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία
- "Καρδιαγγειακός προγραμματισμός"
- συνώνυμο:
- καρδιαγγειακός
Examples of using
Sometimes the first symptom of cardiovascular disease is death.
Μερικές φορές το πρώτο σύμπτωμα της καρδιαγγειακής νόσου είναι ο θάνατος.