Translation meaning & definition of the word "cardiopulmonary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρδιοπνευμονική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cardiopulmonary
[Καρδιοπνευμονική]/kɑrdioʊpʊlmənɛri/
adjective
1. Of or pertaining to or affecting both the heart and the lungs and their functions
- "Cardiopulmonary resuscitation"
- synonym:
- cardiopulmonary ,
- cardiorespiratory
1. Από ή που σχετίζονται με ή επηρεάζουν τόσο την καρδιά όσο και τους πνεύμονες και τις λειτουργίες τους
- "Καρδιοπνευμονική ανάνηψη"
- συνώνυμο:
- καρδιοπνευμονική ,
- καρδιοαναπνευστικόσ