Translation meaning & definition of the word "cardiologist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρδιολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cardiologist
[Καρδιολόγος]/kɑrdiɑləʤɪst/
noun
1. A specialist in cardiology
- A specialist in the structure and function and disorders of the heart
- synonym:
- cardiologist ,
- heart specialist ,
- heart surgeon
1. Ειδικός στην καρδιολογία
- Ένας ειδικός στη δομή και τη λειτουργία και τις διαταραχές της καρδιάς
- συνώνυμο:
- καρδιολόγος ,
- ειδικός στην καρδιά ,
- χειρουργός καρδιάς
Examples of using
Tom's doctor referred him to a cardiologist.
Ο γιατρός του Τομ τον παρέπεμψε σε καρδιολόγο.
He's a cardiologist.
Είναι καρδιολόγος.