Translation meaning & definition of the word "caravan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καραβάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caravan
[Καραβάνι]/kærəvæn/
noun
1. A procession (of wagons or mules or camels) traveling together in single file
- "We were part of a caravan of almost a thousand camels"
- "They joined the wagon train for safety"
- synonym:
- caravan ,
- train ,
- wagon train
1. Μια πομπή ( βαγονιών ή μουλαριών ή καμελσι) που ταξιδεύουν μαζί σε ένα μόνο αρχείο
- "Ήμασταν μέρος ενός καραβανιού με σχεδόν χίλιες καμήλες"
- "Εντάχθηκαν στο τρένο του βαγονιού για ασφάλεια"
- συνώνυμο:
- τροχόσπιτο ,
- τρένο ,
- βαγόνι
2. A camper equipped with living quarters
- synonym:
- van ,
- caravan
2. Ένα τροχόσπιτο εξοπλισμένο με σαλόνια
- συνώνυμο:
- βαν ,
- τροχόσπιτο
verb
1. Travel in a caravan
- synonym:
- caravan
1. Ταξιδέψτε σε ένα τροχόσπιτο
- συνώνυμο:
- τροχόσπιτο
Examples of using
Dogs bark when the caravan passes by.
Τα σκυλιά γαβγίζουν όταν το τροχόσπιτο περνάει.