Translation meaning & definition of the word "carat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καράτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Carat
[Καράτι]/kɛrət/
noun
1. A unit of weight for precious stones = 200 mg
- synonym:
- carat
1. Μια μονάδα βάρους για πολύτιμους λίθους = 200 μγ
- συνώνυμο:
- καράτι
2. The unit of measurement for the proportion of gold in an alloy
- 18-karat gold is 75% gold
- 24-karat gold is pure gold
- synonym:
- karat ,
- carat ,
- kt
2. Η μονάδα μέτρησης για την αναλογία του χρυσού σε ένα κράμα
- Ο χρυσός των 18 καρατίων είναι 75% χρυσός
- Ο χρυσός 24 καρατίων είναι καθαρός χρυσός
- συνώνυμο:
- καράτι ,
- κτ