Translation meaning & definition of the word "capture" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αιχμαλωσία" στην ελληνική γλώσσα
Capture
[Σύλληψη]noun
1. The act of forcibly dispossessing an owner of property
- synonym:
- capture ,
- gaining control ,
- seizure
1. Η πράξη της βίαιης διάθεσης ενός ιδιοκτήτη περιουσίας
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- κερδίζοντας έλεγχο ,
- κατάσχεση
2. A process whereby a star or planet holds an object in its gravitational field
- synonym:
- capture
2. Μια διαδικασία με την οποία ένα αστέρι ή ένας πλανήτης κρατά ένα αντικείμενο στο βαρυτικό του πεδίο
- συνώνυμο:
- καταγράφω
3. Any process in which an atomic or nuclear system acquires an additional particle
- synonym:
- capture
3. Κάθε διαδικασία κατά την οποία ένα ατομικό ή πυρηνικό σύστημα αποκτά ένα πρόσθετο σωματίδιο
- συνώνυμο:
- καταγράφω
4. The act of taking of a person by force
- synonym:
- capture ,
- seizure
4. Η πράξη της απόκτησης ενός ατόμου με τη βία
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- κατάσχεση
5. The removal of an opponent's piece from the chess board
- synonym:
- capture
5. Η αφαίρεση του κομματιού ενός αντιπάλου από τη σκακιέρα
- συνώνυμο:
- καταγράφω
verb
1. Succeed in representing or expressing something intangible
- "Capture the essence of spring"
- "Capture an idea"
- synonym:
- capture
1. Επιτυγχάνει να εκπροσωπεί ή να εκφράζει κάτι άυλο
- "Αιχμαλωτίστε την ουσία της άνοιξης"
- "Καταγράψτε μια ιδέα"
- συνώνυμο:
- καταγράφω
2. Attract
- Cause to be enamored
- "She captured all the men's hearts"
- synonym:
- capture ,
- enamour ,
- trance ,
- catch ,
- becharm ,
- enamor ,
- captivate ,
- beguile ,
- charm ,
- fascinate ,
- bewitch ,
- entrance ,
- enchant
2. Προσελκύω
- Αιτία να ερωτευτεί
- "Συνέλαβε όλες τις καρδιές των ανδρών"
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- εναρμονίζω ,
- έκσταση ,
- αλιεύω ,
- μπερμαρ ,
- εναμόρ ,
- γοητεύω ,
- εκλιπαρώ ,
- γοητεία ,
- μπεγατζήσ ,
- είσοδος ,
- γοητευτικός
3. Succeed in catching or seizing, especially after a chase
- "We finally got the suspect"
- "Did you catch the thief?"
- synonym:
- get ,
- catch ,
- capture
3. Πετύχει να πιάσει ή να καταλάβει, ειδικά μετά από ένα κυνηγητό
- "Τελικά πήραμε τον ύποπτο"
- "Πιάσατε τον κλέφτη?"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αλιεύω ,
- καταγράφω
4. Bring about the capture of an elementary particle or celestial body and causing it enter a new orbit
- "This nucleus has captured the slow-moving neutrons"
- "The star captured a comet"
- synonym:
- capture
4. Επιφέρετε τη σύλληψη ενός στοιχειώδους σωματιδίου ή ουράνιου σώματος και προκαλώντας το να εισέλθει σε μια νέα τροχιά
- "Αυτός ο πυρήνας έχει συλλάβει τα αργά κινούμενα νετρόνια"
- "Το αστέρι συνέλαβε έναν κομήτη"
- συνώνυμο:
- καταγράφω
5. Take possession of by force, as after an invasion
- "The invaders seized the land and property of the inhabitants"
- "The army seized the town"
- "The militia captured the castle"
- synonym:
- appropriate ,
- capture ,
- seize ,
- conquer
5. Πάρτε την κατοχή με τη βία, όπως μετά από μια εισβολή
- "Οι εισβολείς κατέλαβαν τη γη και την ιδιοκτησία των κατοίκων"
- "Ο στρατός κατέλαβε την πόλη"
- "Η πολιτοφυλακή κατέλαβε το κάστρο"
- συνώνυμο:
- κατάλληλος ,
- καταγράφω ,
- καταλαμβάνω ,
- κατακτώ
6. Capture as if by hunting, snaring, or trapping
- "I caught a rabbit in the trap today"
- synonym:
- capture ,
- catch
6. Συλλάβετε σαν να κυνηγάτε, να τρέχετε ή να παγιδεύετε
- "Έπιασα ένα κουνέλι στην παγίδα σήμερα"
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- αλιεύω