Translation meaning & definition of the word "captivity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπτικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Captivity
[Αιχμαλωσία]/kæptɪvəti/
noun
1. The state of being imprisoned
- "He was held in captivity until he died"
- "The imprisonment of captured soldiers"
- "His ignominious incarceration in the local jail"
- "He practiced the immurement of his enemies in the castle dungeon"
- synonym:
- captivity ,
- imprisonment ,
- incarceration ,
- immurement
1. Η κατάσταση της φυλάκισης
- "Παρέμεινε σε αιχμαλωσία μέχρι που πέθανε"
- "Η φυλάκιση των συλληφθέντων στρατιωτών"
- "Η απεχθής φυλάκιση του στην τοπική φυλακή"
- "Εξασκούσε την εξαθλίωση των εχθρών του στο μπουντρούμι του κάστρου"
- συνώνυμο:
- αιχμαλωσία ,
- φυλάκιση ,
- αποσβέσεισ
2. The state of being a slave
- "So every bondman in his own hand bears the power to cancel his captivity"--shakespeare
- synonym:
- enslavement ,
- captivity
2. Η κατάσταση του να είσαι σκλάβος
- "Έτσι κάθε δεσμοφύλακας στο χέρι του φέρει τη δύναμη να ακυρώσει την αιχμαλωσία του"-σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- υποδούλωση ,
- αιχμαλωσία