Translation meaning & definition of the word "captain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπετάνιος" στην ελληνική γλώσσα
Captain
[Καπετάνιος]noun
1. An officer holding a rank below a major but above a lieutenant
- synonym:
- captain
1. Ένας αξιωματικός που κατέχει ένα βαθμό κάτω από έναν μεγάλο αλλά πάνω από έναν υπολοχαγό
- συνώνυμο:
- καπετάνιος
2. The naval officer in command of a military ship
- synonym:
- captain ,
- skipper
2. Ο ναυτικός αξιωματικός που διοικεί ένα στρατιωτικό πλοίο
- συνώνυμο:
- καπετάνιος
3. A policeman in charge of a precinct
- synonym:
- captain ,
- police captain ,
- police chief
3. Ένας αστυνομικός υπεύθυνος για έναν περίβολο
- συνώνυμο:
- καπετάνιος ,
- αστυνομικός ,
- αρχηγός της αστυνομίας
4. An officer who is licensed to command a merchant ship
- synonym:
- master ,
- captain ,
- sea captain ,
- skipper
4. Ένας αξιωματικός που έχει άδεια να διοικεί ένα εμπορικό πλοίο
- συνώνυμο:
- κύριος ,
- καπετάνιος
5. The leader of a group of people
- "A captain of industry"
- synonym:
- captain ,
- chieftain
5. Ο ηγέτης μιας ομάδας ανθρώπων
- "Αρχηγός της βιομηχανίας"
- συνώνυμο:
- καπετάνιος ,
- οπλαρχηγός
6. The pilot in charge of an airship
- synonym:
- captain ,
- senior pilot
6. Ο πιλότος που είναι υπεύθυνος ενός αερόπλοιου
- συνώνυμο:
- καπετάνιος ,
- ανώτερος πιλότος
7. A dining-room attendant who is in charge of the waiters and the seating of customers
- synonym:
- captain ,
- headwaiter ,
- maitre d'hotel ,
- maitre d'
7. Ένας συνοδός τραπεζαρίας που είναι υπεύθυνος για τους σερβιτόρους και τα καθίσματα των πελατών
- συνώνυμο:
- καπετάνιος ,
- αντικείμενο ,
- μαϊτρέ ντ' ξενοδοχείο ,
- μαϊτρέ δ'
verb
1. Be the captain of a sports team
- synonym:
- captain
1. Γίνε ο αρχηγός μιας αθλητικής ομάδας
- συνώνυμο:
- καπετάνιος