Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "capsule" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάψουλα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Capsule

[Κάψουλα]
/kæpsəl/

noun

1. A small container

    synonym:
  • capsule

1. Ένα μικρό δοχείο

    συνώνυμο:
  • κάψουλα

2. A pill in the form of a small rounded gelatinous container with medicine inside

    synonym:
  • capsule

2. Ένα χάπι με τη μορφή ενός μικρού στρογγυλού δοχείου ζελατινώδους με φάρμακο μέσα

    συνώνυμο:
  • κάψουλα

3. A dry dehiscent seed vessel or the spore-containing structure of e.g. mosses

    synonym:
  • capsule

3. Ένα ξηρό δοχείο σπόρων αφυδάτωσης ή η δομή που περιέχει σπόρους π.χ. βρύα

    συνώνυμο:
  • κάψουλα

4. A shortened version of a written work

    synonym:
  • condensation
  • ,
  • abridgement
  • ,
  • abridgment
  • ,
  • capsule

4. Μια συντομευμένη έκδοση ενός γραπτού έργου

    συνώνυμο:
  • συμπύκνωση
  • ,
  • απόψυξη
  • ,
  • επιβράδυνση
  • ,
  • κάψουλα

5. A structure that encloses a body part

    synonym:
  • capsule

5. Μια δομή που περικλείει ένα μέρος του σώματος

    συνώνυμο:
  • κάψουλα

6. A spacecraft designed to transport people and support human life in outer space

    synonym:
  • space capsule
  • ,
  • capsule

6. Ένα διαστημικό σκάφος σχεδιασμένο για να μεταφέρει τους ανθρώπους και να υποστηρίξει την ανθρώπινη ζωή στο διάστημα

    συνώνυμο:
  • διαστημική κάψουλα
  • ,
  • κάψουλα

7. A pilot's seat in an airplane that can be forcibly ejected in the case of an emergency

  • Then the pilot descends by parachute
    synonym:
  • ejection seat
  • ,
  • ejector seat
  • ,
  • capsule

7. Το κάθισμα ενός πιλότου σε ένα αεροπλάνο που μπορεί να εκτιναχθεί βίαια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης

  • Στη συνέχεια, ο πιλότος κατεβαίνει με αλεξίπτωτο
    συνώνυμο:
  • κάθισμα εκτίναξης
  • ,
  • κάθισμα εκτοξευτή
  • ,
  • κάψουλα

verb

1. Enclose in a capsule

    synonym:
  • capsule
  • ,
  • capsulate
  • ,
  • capsulize
  • ,
  • capsulise

1. Περικλείεται σε μια κάψουλα

    συνώνυμο:
  • κάψουλα
  • ,
  • περιπλέκω
  • ,
  • ανατρέπω

2. Put in a short or concise form

  • Reduce in volume
  • "Capsulize the news"
    synonym:
  • encapsulate
  • ,
  • capsule
  • ,
  • capsulize
  • ,
  • capsulise

2. Βάλτε σε σύντομη ή συνοπτική μορφή

  • Μειώστε σε όγκο
  • "Κατακλύζουν τις ειδήσεις"
    συνώνυμο:
  • ενθυλακώ
  • ,
  • κάψουλα
  • ,
  • ανατρέπω