Translation meaning & definition of the word "capped" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτογραφημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Capped
[Σκαλισμένο]/kæpt/
adjective
1. Used especially of front teeth having (artificial) crowns
- "Capped teeth gave her a beautiful smile"
- synonym:
- capped
1. Χρησιμοποιείται ειδικά από μπροστινά δόντια με (τεχνητές ) κορώνες
- "Τα σκασμένα δόντια της έδωσαν ένα όμορφο χαμόγελο"
- συνώνυμο:
- καλυμμένο
2. Covered as if with a cap or crown especially of a specified kind
- "Cloud-capped mountains"
- "Brown-capped mushrooms"
- "Snow-capped peaks"
- synonym:
- capped
2. Καλύπτεται σαν με καπάκι ή στέμμα ειδικά συγκεκριμένου τύπου
- "Συννεφιασμένα βουνά"
- "Καφέ-καλά μανιτάρια"
- "Χιονισμένες κορυφές"
- συνώνυμο:
- καλυμμένο