Translation meaning & definition of the word "capote" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπότι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Capote
[Καποτε]/kəpoʊt/
noun
1. A long overcoat with a hood that can be pulled over the head
- synonym:
- capote ,
- hooded coat
1. Ένα μακρύ παλτό με κουκούλα που μπορεί να τραβηχτεί πάνω από το κεφάλι
- συνώνυμο:
- καποτε ,
- παλτό
2. A long cloak with a hood that can be pulled over the head
- synonym:
- capote ,
- hooded cloak
2. Ένας μακρύς μανδύας με μια κουκούλα που μπορεί να τραβηχτεί πάνω από το κεφάλι
- συνώνυμο:
- καποτε ,
- μανδύας