Translation meaning & definition of the word "capitulation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανονισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Capitulation
[Συνθηκολόγηση]/kəpɪʧəleʃən/
noun
1. A document containing the terms of surrender
- synonym:
- capitulation
1. Ένα έγγραφο που περιέχει τους όρους παράδοσης
- συνώνυμο:
- συνθηκολόγηση
2. A summary that enumerates the main parts of a topic
- synonym:
- capitulation
2. Μια περίληψη που απαριθμεί τα κύρια μέρη ενός θέματος
- συνώνυμο:
- συνθηκολόγηση
3. The act of surrendering (usually under agreed conditions)
- "They were protected until the capitulation of the fort"
- synonym:
- capitulation ,
- fall ,
- surrender
3. Η πράξη της παράδοσης (συνήθως υπό συμφωνημένες συνθήκες)
- "Προστατεύονταν μέχρι τη συνθηκολόγηση του φρουρίου"
- συνώνυμο:
- συνθηκολόγηση ,
- πέφτω ,
- παραδίδω