Translation meaning & definition of the word "capitalist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπιταλιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Capitalist
[Καπιταλιστική]/kæpətəlɪst/
noun
1. A conservative advocate of capitalism
- synonym:
- capitalist
1. Συντηρητικός υποστηρικτής του καπιταλισμού
- συνώνυμο:
- καπιταλιστής
2. A person who invests capital in a business (especially a large business)
- synonym:
- capitalist
2. Ένα άτομο που επενδύει κεφάλαιο σε μια επιχείρηση (ειδικά μια μεγάλη επιχείρηση)
- συνώνυμο:
- καπιταλιστής
adjective
1. Of or relating to capitalism or capitalists
- "A capitalist nation"
- "Capitalistic methods and incentives"
- synonym:
- capitalist ,
- capitalistic
1. Από ή σχετίζονται με τον καπιταλισμό ή τους καπιταλιστές
- "Καπιταλιστικό έθνος"
- "Καπιταλιστικές μέθοδοι και κίνητρα"
- συνώνυμο:
- καπιταλιστής ,
- καπιταλιστικόσ
2. Favoring or practicing capitalism
- synonym:
- capitalistic ,
- capitalist
2. Ευνοώντας ή εξασκώντας τον καπιταλισμό
- συνώνυμο:
- καπιταλιστικόσ ,
- καπιταλιστής
Examples of using
The economic anarchy of capitalist society as it exists today is, in my opinion, the real source of the evil.
Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως υπάρχει σήμερα είναι, κατά τη γνώμη μου, η πραγματική πηγή του κακού.