Translation meaning & definition of the word "capitalism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπιταλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Capitalism
[Καπιταλισμός]/kæpɪtəlɪzəm/
noun
1. An economic system based on private ownership of capital
- synonym:
- capitalism ,
- capitalist economy
1. Ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία του κεφαλαίου
- συνώνυμο:
- καπιταλισμός ,
- καπιταλιστική οικονομία
Examples of using
The Soviet people are not afraid of peaceful competition with capitalism.
Ο σοβιετικός λαός δεν φοβάται τον ειρηνικό ανταγωνισμό με τον καπιταλισμό.