Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "capital" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεφάλαιο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Capital

[Κεφάλαιο]
/kæpətəl/

noun

1. Assets available for use in the production of further assets

    synonym:
  • capital
  • ,
  • working capital

1. Περιουσιακά στοιχεία διαθέσιμα για χρήση στην παραγωγή περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων

    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο
  • ,
  • κεφάλαιο εργασίας

2. Wealth in the form of money or property owned by a person or business and human resources of economic value

    synonym:
  • capital

2. Πλούτος με τη μορφή χρημάτων ή ακινήτων που ανήκουν σε πρόσωπο ή επιχείρηση και ανθρώπινου δυναμικού οικονομικής αξίας

    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο

3. A seat of government

    synonym:
  • capital

3. Μια έδρα της κυβέρνησης

    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο

4. One of the large alphabetic characters used as the first letter in writing or printing proper names and sometimes for emphasis

  • "Printers once kept the type for capitals and for small letters in separate cases
  • Capitals were kept in the upper half of the type case and so became known as upper-case letters"
    synonym:
  • capital
  • ,
  • capital letter
  • ,
  • uppercase
  • ,
  • upper-case letter
  • ,
  • majuscule

4. Ένας από τους μεγάλους αλφαβητικούς χαρακτήρες που χρησιμοποιούνται ως το πρώτο γράμμα γραπτώς ή εκτύπωσης κατάλληλων ονομάτων

  • "Οι εκτυπωτές διατήρησαν κάποτε τον τύπο για κεφαλαία και για μικρά γράμματα σε ξεχωριστές περιπτώσεις
  • Οι πρωτεύουσες φυλάσσονταν στο άνω μισό της θήκης τύπου και έτσι έγιναν γνωστά ως γράμματα ανώτερου τμήματος"
    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο
  • ,
  • κεφαλαίο γράμμα
  • ,
  • κεφαλαία
  • ,
  • επιστολή του πάνω ορόφου
  • ,
  • μεγαλειώδεσ

5. A center that is associated more than any other with some activity or product

  • "The crime capital of italy"
  • "The drug capital of columbia"
    synonym:
  • capital

5. Ένα κέντρο που συνδέεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο με κάποια δραστηριότητα ή προϊόν

  • "Η πρωτεύουσα του εγκλήματος της ιταλίας"
  • "Η πρωτεύουσα των ναρκωτικών της κολούμπια"
    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο

6. The federal government of the united states

    synonym:
  • Capital
  • ,
  • Washington

6. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ηπα

    συνώνυμο:
  • Κεφάλαιο
  • ,
  • Ουάσιγκτον

7. A book written by karl marx (1867) describing his economic theories

    synonym:
  • Das Kapital
  • ,
  • Capital

7. Ένα βιβλίο που γράφτηκε από τον καρλ μαρξ (1867) περιγράφοντας τις οικονομικές του θεωρίες

    συνώνυμο:
  • Ντας Καπιτάλ
  • ,
  • Κεφάλαιο

8. The upper part of a column that supports the entablature

    synonym:
  • capital
  • ,
  • chapiter
  • ,
  • cap

8. Το επάνω μέρος μιας στήλης που υποστηρίζει το πλεονέκτημα

    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο
  • ,
  • παρεκκλήσι
  • ,
  • καπάκι

adjective

1. First-rate

  • "A capital fellow"
  • "A capital idea"
    synonym:
  • capital

1. Πρώτης τάξεως

  • "Ένας εταίρος κεφαλαίου"
  • "Μια κεφαλαιακή ιδέα"
    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο

2. Of primary importance

  • "Our capital concern was to avoid defeat"
    synonym:
  • capital

2. Πρωταρχικής σημασίας

  • "Το κεφάλαιό μας ήταν να αποφύγουμε την ήττα"
    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο

3. Uppercase

  • "Capital a"
  • "Great a"
  • "Many medieval manuscripts are in majuscule script"
    synonym:
  • capital
  • ,
  • great
  • ,
  • majuscule

3. Κεφαλαία

  • "Κεφάλαιο α"
  • "Μεγάλο α"
  • "Πολλά μεσαιωνικά χειρόγραφα είναι σε μεγαλειώδες σενάριο"
    συνώνυμο:
  • κεφάλαιο
  • ,
  • μεγάλη
  • ,
  • μεγαλειώδεσ

Examples of using

Tirana is the capital city of Albania.
Τα Τίρανα είναι η πρωτεύουσα της Αλβανίας.
The capital of Zimbabwe is Harare.
Η πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε είναι η Χαράρε.
Athens is the capital of Greece.
Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας.