Translation meaning & definition of the word "caper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καπέλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caper
[Κάπαρη]/kepər/
noun
1. Any of numerous plants of the genus capparis
- synonym:
- caper
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα φυτά του γένους κάππαρις
- συνώνυμο:
- κάπαρη
2. Pickled flower buds used as a pungent relish in various dishes and sauces
- synonym:
- caper
2. Τουρσί μπουμπούκια λουλουδιών που χρησιμοποιούνται ως πικάντικη απολαμβάνουν σε διάφορα πιάτα και σάλτσες
- συνώνυμο:
- κάπαρη
3. A crime (especially a robbery)
- "The gang pulled off a bank job in st. louis"
- synonym:
- caper ,
- job
3. Ένα έγκλημα (ειδικά μια ληστεία)
- "Η συμμορία έβγαλε μια τραπεζική δουλειά στην σεντ. λουδοβίκος"
- συνώνυμο:
- κάπαρη ,
- εργασία
4. A playful leap or hop
- synonym:
- caper ,
- capriole
4. Ένα παιχνιδιάρικο άλμα ή λυκίσκο
- συνώνυμο:
- κάπαρη ,
- καπριόλ
5. Gay or light-hearted recreational activity for diversion or amusement
- "It was all done in play"
- "Their frolic in the surf threatened to become ugly"
- synonym:
- play ,
- frolic ,
- romp ,
- gambol ,
- caper
5. Γκέι ή ελαφριά ψυχαγωγική δραστηριότητα για εκτροπή ή διασκέδαση
- "Όλα έγιναν στο παιχνίδι"
- "Ο παγετός τους στο σερφ απείλησε να γίνει άσχημος"
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- παγωμένοσ ,
- ανακατώνω ,
- γκαμπόλ ,
- κάπαρη
6. A ludicrous or grotesque act done for fun and amusement
- synonym:
- antic ,
- joke ,
- prank ,
- trick ,
- caper ,
- put-on
6. Μια γελοία ή γκροτέσκο πράξη που γίνεται για διασκέδαση και διασκέδαση
- συνώνυμο:
- αντίκ ,
- αστείο ,
- φάρσα ,
- κόλπο ,
- κάπαρη ,
- παρακαμφθεί
verb
1. Jump about playfully
- synonym:
- caper
1. Πηδήξτε παιχνιδιάρικα
- συνώνυμο:
- κάπαρη