Translation meaning & definition of the word "cape" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοπίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cape
[Ακρωτήριο]/kep/
noun
1. A strip of land projecting into a body of water
- synonym:
- cape ,
- ness
1. Μια λωρίδα γης που προβάλλεται σε ένα σώμα νερού
- συνώνυμο:
- κάπα ,
- νες
2. A sleeveless garment like a cloak but shorter
- synonym:
- cape ,
- mantle
2. Ένα αμάνικο ένδυμα σαν μανδύας αλλά μικρότερο
- συνώνυμο:
- κάπα ,
- μανδύασ
Examples of using
Our ship rounded the cape this morning.
Το πλοίο μας στρογγυλοποίησε το ακρωτήριο σήμερα το πρωί.