Translation meaning & definition of the word "capacitance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χωρητικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Capacitance
[Ικανότητα]/kəpæsətəns/
noun
1. An electrical phenomenon whereby an electric charge is stored
- synonym:
- capacitance ,
- electrical capacity ,
- capacity
1. Ένα ηλεκτρικό φαινόμενο όπου αποθηκεύεται ένα ηλεκτρικό φορτίο
- συνώνυμο:
- χωρητικότητα ,
- ηλεκτρική ικανότητα ,
- ικανότητα
2. An electrical device characterized by its capacity to store an electric charge
- synonym:
- capacitor ,
- capacitance ,
- condenser ,
- electrical condenser
2. Μια ηλεκτρική συσκευή που χαρακτηρίζεται από την ικανότητά της να αποθηκεύει ένα ηλεκτρικό φορτίο
- συνώνυμο:
- πυκνωτήσ ,
- χωρητικότητα ,
- συμπυκνωτήσ ,
- ηλεκτρικός συμπυκνωτής