Translation meaning & definition of the word "canton" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καντόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Canton
[Καντόνι]/kæntən/
noun
1. A city on the zhu jiang delta in southern china
- The capital of guangdong province and a major deep-water port
- synonym:
- Guangzhou ,
- Kuangchou ,
- Kwangchow ,
- Canton
1. Μια πόλη στο δέλτα ζου τζιανγκ στη νότια κίνα
- Η πρωτεύουσα της επαρχίας γκουανγκντόνγκ και ένα σημαντικό λιμάνι βαθέων υδάτων
- συνώνυμο:
- Γκουανγκζού ,
- Κουάνγκτσου ,
- Κουάνγκτσοφ ,
- Καντόνι
2. A small administrative division of a country
- synonym:
- canton
2. Μια μικρή διοικητική διαίρεση μιας χώρας
- συνώνυμο:
- καντόνι
verb
1. Provide housing for (military personnel)
- synonym:
- quarter ,
- billet ,
- canton
1. Παροχή κατοικίας για (στρατιωτικό προσωπικό)
- συνώνυμο:
- τέταρτο ,
- παλαμάκι ,
- καντόνι
2. Divide into cantons, of a country
- synonym:
- canton
2. Χωρίστε σε καντόνια, μιας χώρας
- συνώνυμο:
- καντόνι