Translation meaning & definition of the word "canto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καντό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Canto
[Κάντο]/kæntoʊ/
noun
1. The highest part (usually the melody) in a piece of choral music
- synonym:
- canto
1. Το υψηλότερο μέρος (συνήθως η μελοδυ) σε ένα κομμάτι χορωδιακής μουσικής
- συνώνυμο:
- κάντο
2. A major division of a long poem
- synonym:
- canto
2. Είναι μια μεγάλη διαίρεση ενός μακρού ποιήματος
- συνώνυμο:
- κάντο