Translation meaning & definition of the word "cantaloupe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανταλούπε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cantaloupe
[Κανταλούπη]/kæntəloʊp/
noun
1. A variety of muskmelon vine having fruit with a tan rind and orange flesh
- synonym:
- cantaloupe ,
- cantaloup ,
- cantaloupe vine ,
- cantaloup vine ,
- Cucumis melo cantalupensis
1. Μια ποικιλία αμπέλου μουσελόν έχοντας καρπούς με φλούδα μαυρίσματος και σάρκα πορτοκαλιού
- συνώνυμο:
- κανταλούπι ,
- καμπαναριόπη ,
- αμπέλι κανταλούπι ,
- Βλεννογόνο μελό κανταλουπένση
2. The fruit of a cantaloup vine
- Small to medium-sized melon with yellowish flesh
- synonym:
- cantaloup ,
- cantaloupe
2. Ο καρπός ενός αμπελιού κανταλούπας
- Μικρό έως μεσαίου μεγέθους πεπόνι με κιτρινωπή σάρκα
- συνώνυμο:
- κανταλούπι