Translation meaning & definition of the word "cant" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "καντάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cant
[Cant]/kænt/
noun
1. Stock phrases that have become nonsense through endless repetition
- synonym:
- buzzword ,
- cant
1. Φράσεις αποθεμάτων που έχουν γίνει ανοησίες μέσα από ατελείωτη επανάληψη
- συνώνυμο:
- τσιτάτο ,
- δεν μπορώ
2. A slope in the turn of a road or track
- The outside is higher than the inside in order to reduce the effects of centrifugal force
- synonym:
- bank ,
- cant ,
- camber
2. Μια κλίση στη στροφή ενός δρόμου ή μιας διαδρομής
- Το εξωτερικό είναι υψηλότερο από το εσωτερικό για να μειωθούν οι επιπτώσεις της φυγόκεντρης δύναμης
- συνώνυμο:
- τράπεζα ,
- δεν μπορώ ,
- κάμπινγκ
3. A characteristic language of a particular group (as among thieves)
- "They don't speak our lingo"
- synonym:
- slang ,
- cant ,
- jargon ,
- lingo ,
- argot ,
- patois ,
- vernacular
3. Μια χαρακτηριστική γλώσσα μιας συγκεκριμένης ομάδας (όπως μεταξύ των κλεφτών)
- "Δεν μιλούν τη γλώσσα μας"
- συνώνυμο:
- αργκό ,
- δεν μπορώ ,
- ορολογία ,
- lingo ,
- αργότ ,
- πατουά ,
- δημώδησ
4. Insincere talk about religion or morals
- synonym:
- cant ,
- pious platitude
4. Ανειλικρινής συζήτηση για τη θρησκεία ή τα ήθη
- συνώνυμο:
- δεν μπορώ ,
- ευσεβής κοινοτοπία
5. Two surfaces meeting at an angle different from 90 degrees
- synonym:
- bevel ,
- cant ,
- chamfer
5. Δύο επιφάνειες συναντώνται σε γωνία διαφορετική από 90 μοίρες
- συνώνυμο:
- λοξότμηση ,
- δεν μπορώ ,
- λοξοτομώ
verb
1. Heel over
- "The tower is tilting"
- "The ceiling is slanting"
- synonym:
- cant ,
- cant over ,
- tilt ,
- slant ,
- pitch
1. Τακούνι πάνω
- "Ο πύργος γέρνει"
- "Το ταβάνι είναι λοξό"
- συνώνυμο:
- δεν μπορώ ,
- απαγορεύω ,
- κλίση ,
- λοξή ,
- πίσσα