Translation meaning & definition of the word "canonical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανονική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Canonical
[Κανονικόσ]/kənɑnəkəl/
adjective
1. Appearing in a biblical canon
- "A canonical book of the christian new testament"
- synonym:
- canonic ,
- canonical
1. Εμφανίζεται σε ένα βιβλικό κανόνα
- "Ένα κανονικό βιβλίο της χριστιανικής καινής διαθήκης"
- συνώνυμο:
- κανονικό ,
- κανονικόσ
2. Of or relating to or required by canon law
- synonym:
- canonic ,
- canonical
2. Από ή σχετίζονται ή απαιτούνται από το κανονικό δίκαιο
- συνώνυμο:
- κανονικό ,
- κανονικόσ
3. Reduced to the simplest and most significant form possible without loss of generality
- "A basic story line"
- "A canonical syllable pattern"
- synonym:
- basic ,
- canonic ,
- canonical
3. Μειώνεται στην απλούστερη και πιο σημαντική μορφή δυνατή χωρίς απώλεια της γενικότητας
- "Μια βασική ιστορία"
- "Ένα κανονικό συλλαβές μοτίβο"
- συνώνυμο:
- βασικός ,
- κανονικό ,
- κανονικόσ
4. Conforming to orthodox or recognized rules
- "The drinking of cocktails was as canonical a rite as the mixing"- sinclair lewis
- synonym:
- canonic ,
- canonical ,
- sanctioned
4. Τη συμμόρφωση με ορθόδοξους ή αναγνωρισμένους κανόνες
- "Η κατανάλωση κοκτέιλ ήταν τόσο κανονική μια ιεροτελεστία όσο η μίξη" - σινκλέρ λιούις
- συνώνυμο:
- κανονικό ,
- κανονικόσ ,
- τιμωρηθεί