Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "canon" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανόνι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Canon

[Κανόνι]
/kænən/

noun

1. A rule or especially body of rules or principles generally established as valid and fundamental in a field or art or philosophy

  • "The neoclassical canon"
  • "Canons of polite society"
    synonym:
  • canon

1. Ένας κανόνας ή ειδικά ένα σύνολο κανόνων ή αρχών που γενικά θεσπίζονται ως έγκυρες και θεμελιώδεις σε ένα τομέα ή τέχνη ή φιλοσοφία

  • "Ο νεοκλασικός κανόνας"
  • "Κανόνια ευγενικής κοινωνίας"
    συνώνυμο:
  • κανόνας

2. A priest who is a member of a cathedral chapter

    synonym:
  • canon

2. Ένας ιερέας που είναι μέλος ενός κεφαλαίου του καθεδρικού ναού

    συνώνυμο:
  • κανόνας

3. A ravine formed by a river in an area with little rainfall

    synonym:
  • canyon
  • ,
  • canon

3. Μια χαράδρα που σχηματίζεται από ένα ποτάμι σε μια περιοχή με μικρές βροχοπτώσεις

    συνώνυμο:
  • φαράγγι
  • ,
  • κανόνας

4. A contrapuntal piece of music in which a melody in one part is imitated exactly in other parts

    synonym:
  • canon

4. Ένα αντισυμβατικό μουσικό κομμάτι στο οποίο μια μελωδία σε ένα μέρος μιμείται ακριβώς σε άλλα μέρη

    συνώνυμο:
  • κανόνας

5. A complete list of saints that have been recognized by the roman catholic church

    synonym:
  • canon

5. Μια πλήρης λίστα αγίων που έχουν αναγνωριστεί από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία

    συνώνυμο:
  • κανόνας

6. A collection of books accepted as holy scripture especially the books of the bible recognized by any christian church as genuine and inspired

    synonym:
  • canon

6. Μια συλλογή από βιβλία αποδεκτά ως ιερά γραφή, ειδικά τα βιβλία της βίβλου που αναγνωρίζει κάθε χριστιανική εκκλησία ως γνήσια και

    συνώνυμο:
  • κανόνας