Translation meaning & definition of the word "cannery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανερί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cannery
[Κονσερβοποιημένοσ]/kænəri/
noun
1. A factory where food is canned
- synonym:
- cannery
1. Ένα εργοστάσιο όπου τα τρόφιμα είναι κονσερβοποιημένα
- συνώνυμο:
- κονσερβοποιημένοσ