Translation meaning & definition of the word "canned" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κονσερβοποιημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Canned
[Κονσερβοποιημένο]/kænd/
adjective
1. Recorded for broadcast
- "A transcribed announcement"
- "Canned laughter"
- synonym:
- canned ,
- transcribed
1. Ηχογραφημένο για εκπομπή
- "Μεταγραμμένη ανακοίνωση"
- "Κονσερβοποιημένο γέλιο"
- συνώνυμο:
- κονσερβοποιημένος ,
- μεταγραφεί
2. Sealed in a can or jar
- synonym:
- canned ,
- tinned
2. Σφραγισμένος σε ένα δοχείο ή ένα βάζο
- συνώνυμο:
- κονσερβοποιημένος ,
- κονσερβοποιημένο
Examples of using
Do you have any canned vegetables?
Έχετε κονσερβοποιημένα λαχανικά?
They canned the fruits to preserve them.
Κονσερβοποίησαν τα φρούτα για να τα διατηρήσουν.