Translation meaning & definition of the word "canker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καραμέλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Canker
[Καλαφατζήσ]/kæŋkər/
noun
1. A fungal disease of woody plants that causes localized damage to the bark
- synonym:
- canker
1. Μια μυκητιακή ασθένεια των ξυλώδη φυτά που προκαλεί εντοπισμένη βλάβη στο φλοιό
- συνώνυμο:
- κάνκερ
2. An ulceration (especially of the lips or lining of the mouth)
- synonym:
- canker ,
- canker sore
2. Έλκος (ειδικά των χειλιών ή της επένδυσης του στόματος)
- συνώνυμο:
- κάνκερ ,
- πληγή από κάνκα
3. A pernicious and malign influence that is hard to get rid of
- "Racism is a pestilence at the heart of the nation"
- "According to him, i was the canker in their midst"
- synonym:
- pestilence ,
- canker
3. Μια ολέθρια και κακοήθης επιρροή που είναι δύσκολο να απαλλαγούμε από
- "Ο ρατσισμός είναι ένας λοιμός στην καρδιά του έθνους"
- "Σύμφωνα με αυτόν, ήμουν ο καρκίνος στη μέση τους"
- συνώνυμο:
- λοιμούρισμα ,
- κάνκερ
verb
1. Become infected with a canker
- synonym:
- canker
1. Μολύνεται με έναν καρκίνο
- συνώνυμο:
- κάνκερ
2. Infect with a canker
- synonym:
- canker
2. Μολύνετε με έναν καρκίνο
- συνώνυμο:
- κάνκερ