Translation meaning & definition of the word "canister" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Canister
[Κάνιστρο]/kænəstər/
noun
1. A metallic cylinder packed with shot and used as ammunition in a firearm
- synonym:
- case shot ,
- canister ,
- canister shot
1. Ένας μεταλλικός κύλινδρος γεμάτος με πυροβολισμό και χρησιμοποιείται ως πυρομαχικά σε ένα πυροβόλο όπλο
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- κάνιστρο ,
- πυροβολισμός από κάνιστρο
2. Metal container for storing dry foods such as tea or flour
- synonym:
- canister ,
- cannister ,
- tin
2. Μεταλλικό δοχείο για την αποθήκευση ξηρών τροφίμων όπως το τσάι ή το αλεύρι
- συνώνυμο:
- κάνιστρο ,
- πανοπλία ,
- κασσίτερος